- κνήμαι
- κνήμᾱͅ , κνήμηpart between knee and anklefem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κνῆμαι — κνήμη part between knee and ankle fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελκώδης — ες (AM ἑλκώδης, ες) 1. αυτός που μοιάζει με έλκος, που εμφανίζει συμπτώματα έλκους («ελκώδης πληγή», «ἑλκώδης χρώς») 2. γεμάτος έλκη («ἑλκώδεις κνῆμαι») νεοελλ. φρ. «ελκώδες έντερο» η μοίρα τού λεπτού εντέρου μεταξύ πέρατος τού δωδεκαδακτύλου και … Dictionary of Greek
ιδέ — (I) ἰδέ (Α) 1. και («εὐφυέες κνῆμαί τε ἰδὲ σφυρὰ κάλ ὑπένερθεν», Ομ. Ιλ.) 2. επιγρ. σ αυτή την περίπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντωνυμία *ι (πρβλ. ι θαγενής) + μόριο δε]. (II) και ιδές και ίδε (ΑΜ ἴδε, αττ. τ. ἰδέ) 1. βλέπε, δες («ἴδ , ὦ φίλα γυναικῶν» … Dictionary of Greek
κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… … Dictionary of Greek
παρεμπίπλημι — Α 1. γεμίζω κρυφά με κάτι («τὸ τεῑχος παρεμπλήσας ὅπλων», Πλούτ.) 2. παθ. παρεμπίπλαμαι υπερπληρούμαι, παραγεμίζω («ἐπὶ πλέον δὲ πληρώσεως παρεμπίπλανται βραχίονές τε καὶ κνῆμαι καὶ χεῑρες, ὥσπερ τοῑς ἀπὸ τῶν γυμνασίων εἰς διάτασιν ἐρχομένοις»,… … Dictionary of Greek
χοίνιξ — η / χοῑνιξ, ικος, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) μονάδα μέτρησης τής χωρητικότητας σιτηρών και ξηρών καρπών που ισοδυναμούσε στην αρχή με τέσσερεις κοτύλες και αργότερα με έξι, δηλαδή με 787 περίπου γραμμάρια («χοῑνιξ σίτου δηναρίου, και τρεῑς χοίνικες… … Dictionary of Greek